-
1 παρρησία
A outspokenness, frankness, freedom of speech, claimed by the Athenians as their privilege,ἐλεύθεροι παρρησίᾳ θάλλοντες οἰκοῖεν πόλιν κλεινῶν Ἀθηνῶν E.Hipp. 422
, cf. Ion 672 ;παρρησίᾳ φράζειν Id.Ba. 668
; ἔχειν π. Id.Ph. 391 ;οὔσης παρρησίας Ar. Th. 541
;διδόναι π. τισί Isoc.2.28
;ἐλευθερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ π. γίγνεται Pl.R. 557b
;τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ D.6.31
;τὴν ὑπὲρ τῶν δικαίων π. ἀποδόμενος Din.2.1
; δημοκρατίας οὔσης οὐκ ἔστι π. Isoc.8.14 ;π. καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία Plb.2.38.6
; περὶ παρρησίας, title of work by Philodemus.2 in bad sense, licence of tongue, ἡ εἰς τοὺς θεοὺς π. Isoc.11.40, cf. Pl.Phdr. 240e, Cic.Att.1.16.8.3 freedom of action, Aristaenet.2.7 ; π. ζωῆς καὶ θανάτου power of life and death, Vett. Val.6.3,al. ; licence, permission, Just.Nov.1.1.1 ; παρρησίᾳ ἐκτέμνεται τὸ δέρμα without fear, Aët.15.8 ; ἤγαγον ὑμᾶς μετὰ παρρησίας openly, LXXLe.26.13.4 liberality, lavishness, κεκόσμηκε τὸν αὑτοῦ βίον τῇ καλλίστῃ π. OGI323.10(Pergam., ii B.C.);ἐπὶ τῇ.. τῶν καμάτων καὶ πάσης ἐπιμελείας παρρησίᾳ IG5(1).547
(Sparta, iii A.D.) ; = copia, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρρησία
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский